terapia

Πορτογαλικά (pt)

Ετυμολογία

terapia (pt) < θεραπεία

Ουσιαστικό

terapia (pt) θηλυκό

  1. η θεραπεία
  2. η ψυχοθεραπεία
  3. η γιόγκα και διάφορα άλλα συστήματα που βοηθούν στην ψυχική χαλάρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.