traitement
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /tʁɛt.mɑ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
traitement (fr) αρσενικό
- η θεραπεία, ιατρική φροντίδα
- η επεξεργασία
- η μεταχείριση, η αντιμετώπιση
- traitement spécial- ειδική μεταχείριση
- ο ψεκασμός
- ο μισθός
- η διεκπεραίωση
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη traiter
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.