θεοληψία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεοληψία οι θεοληψίες
      γενική της θεοληψίας των θεοληψιών
    αιτιατική τη θεοληψία τις θεοληψίες
     κλητική θεοληψία θεοληψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεοληψία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θεοληψία, θεο- + -ληψία < αρχαία ελληνική θεόληπτος

Προφορά

ΔΦΑ : /θe.o.liˈpsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θεοληψία

Ουσιαστικό

θεοληψία θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • s.v. «θεόληπτος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θεοληψί αἱ θεοληψίαι
      γενική τῆς θεοληψίᾱς τῶν θεοληψιῶν
      δοτική τῇ θεοληψί ταῖς θεοληψίαις
    αιτιατική τὴν θεοληψίᾱν τὰς θεοληψίᾱς
     κλητική ! θεοληψί θεοληψίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θεοληψί
γεν-δοτ τοῖν  θεοληψίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεοληψία (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική θεό(ληπτος) θεο- + -ληψία

Ουσιαστικό

θεοληψία θηλυκό

  1. έμπνευση
  2. δεισιδαιμονία
  3. τρέλα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.