θεοπνευστία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεοπνευστία οι θεοπνευστίες
      γενική της θεοπνευστίας των θεοπνευστιών
    αιτιατική τη θεοπνευστία τις θεοπνευστίες
     κλητική θεοπνευστία θεοπνευστίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεοπνευστία < θεόπνευστος + -ία

Ουσιαστικό

θεοπνευστία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.