θεοκτόνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η θεοκτόνος το θεοκτόνο
      γενική του/της θεοκτόνου του θεοκτόνου
    αιτιατική τον/τη θεοκτόνο το θεοκτόνο
     κλητική θεοκτόνε θεοκτόνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεοκτόνοι τα θεοκτόνα
      γενική των θεοκτόνων των θεοκτόνων
    αιτιατική τους/τις θεοκτόνους τα θεοκτόνα
     κλητική θεοκτόνοι θεοκτόνα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θεοκτόνος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική θεοκτόνος < ελληνιστική κοινή θεοκτόνος < θεο- + -κτόνος < αρχαία ελληνική θεός + κτείνω

Προφορά

ΔΦΑ : /θe.oˈkto.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θεοκτόνος

Επίθετο

θεοκτόνος, -ος, -ο [1]

  • (παρωχημένο)
    1. που σκοτώνει το θεό (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
    2. (όπως και η μεσαιωνική σημασία) που σκότωσε τον Χριστό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. θεοκτόνος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

θεοκτόνος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θεοκτόνος < αρχαία ελληνική θεός + κτείνω

Επίθετο

θεοκτόνος

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / θεοκτόνος τὸ θεοκτόνον
      γενική τοῦ/τῆς θεοκτόνου τοῦ θεοκτόνου
      δοτική τῷ/τῇ θεοκτόν τῷ θεοκτόν
    αιτιατική τὸν/τὴν θεοκτόνον τὸ θεοκτόνον
     κλητική ! θεοκτόνε θεοκτόνον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ θεοκτόνοι τὰ θεοκτόν
      γενική τῶν θεοκτόνων τῶν θεοκτόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς θεοκτόνοις τοῖς θεοκτόνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς θεοκτόνους τὰ θεοκτόν
     κλητική ! θεοκτόνοι θεοκτόν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ θεοκτόνω τὼ θεοκτόνω
      γεν-δοτ τοῖν θεοκτόνοιν τοῖν θεοκτόνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θεοκτόνος (όψιμη ελληνιστική κοινή), λέξη του 4ου αιώνα < αρχαία ελληνική (θεός) θεο- + -κτόνος (κτείνω)

Επίθετο

θεοκτόνος, -ος, -ον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.