θεμελιώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

θεμελιώνω < αρχαία ελληνική θεμελιῶ

Προφορά

ΔΦΑ : /θe.me.liˈo.no/

Ρήμα

θεμελιώνω

  1. βάζω τα θεμέλια σε μια οικοδομή ή σε ένα τεχνικό έργο
  2. (συνεκδοχικά) τοποθετώ τον θεμέλιο λίθο σε μια επίσημη εκδήλωση για την έναρξη των εργασιών ανέγερσης ενός κτιρίου ή έργου
  3. (μεταφορικά) αποδεικνύω με τεκμήρια π.χ. ένα επιχείρημα
  4. θέτω τις βάσεις για μια θεωρία, μια επιστήμη κ.λπ.

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.