θανάσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θανάσιμος η θανάσιμη το θανάσιμο
      γενική του θανάσιμου της θανάσιμης του θανάσιμου
    αιτιατική τον θανάσιμο τη θανάσιμη το θανάσιμο
     κλητική θανάσιμε θανάσιμη θανάσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θανάσιμοι οι θανάσιμες τα θανάσιμα
      γενική των θανάσιμων των θανάσιμων των θανάσιμων
    αιτιατική τους θανάσιμους τις θανάσιμες τα θανάσιμα
     κλητική θανάσιμοι θανάσιμες θανάσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θανάσιμος < αρχαία ελληνική θανάσιμος (θανατηφόρος, αλλά και ο μελλοθάνατος και ο νεκρός) < θάνατος

Επίθετο

θανάσιμος, -η, -ο

  1. που επιφέρει το θάνατο
    θανάσιμος τραυματισμός
  2. (μεταφορικά) πολύ οδυνηρός ως προς τα αποτελέσματά του
    η θανάσιμη παγίδα του ρατσισμού
  3. που φτάνει μέχρι το θάνατο
    θανάσιμο μίσος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.