θανάσιμα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

θανάσιμα < θανάσιμος

Επίρρημα

θανάσιμα

  1. επιφέροντας το θάνατο
    τραυματίστηκε θανάσιμα
  2. (μεταφορικά) με πολύ άσχημο, πολύ οδυνηρό τρόπο
    τα λόγια του με πλήγωσαν θανάσιμα
  3. μέχρι θανάτου
    τον μισεί θανάσιμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.