θαλασσοκρατέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

θαλασσοκρατέω < (θάλασσα) θαλασσο- + -κρατέω κρατῶ

Ρήμα

θαλασσοκρατέω / θαλαττοκρατῶ

  • κυριαρχώ στην θάλασσα, είμαι ισχυρός στη θάλασσα
      5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 122.2
    Πολυκράτης γὰρ ἐστὶ πρῶτος τῶν ἡμεῖς ἴδμεν Ἑλλήνων ὃς θαλασσοκρατέειν ἐπενοήθη,.
    ο Πολυκράτης δε ήταν ο πρώτος από αυτούς του Έλληνες που εμείς γνωρίζουμε, που θεωρήθηκε ότι ήταν κυρίαρχος των θαλασσών.

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις θάλασσα και κράτος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.