θαλασσοκράτορας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θαλασσοκράτορας οι θαλασσοκράτορες
      γενική του θαλασσοκράτορα των θαλασσοκρατόρων
    αιτιατική τον θαλασσοκράτορα τους θαλασσοκράτορες
     κλητική θαλασσοκράτορα θαλασσοκράτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θαλασσοκράτορας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θαλασσοκράτωρ, από την αιτιατική ενικού «τὸν θαλασσοκράτορα». Μορφολογικά αναλύεται σε θαλασσο- + -κράτορας

Προφορά

ΔΦΑ : /θa.la.soˈkɾa.to.ras/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θαλασσοκράτορας

Ουσιαστικό

θαλασσοκράτορας αρσενικό (θηλυκό θαλασσοκράτειρα ή λογοτεχνικό θαλασσοκρατόρισσα)

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις θάλασσα και κράτος

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.