ηχο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ηχο- < αρχαία ελληνική ἦχος

Πρόθημα

ηχο-

  • α' συνθετικό λέξεων που σχετίζονται με τον ήχο

Σύνθετα

  • ηχοαίσθημα
  • ηχοαπορροφητικός
  • ηχοβολισμός
  • ηχογράφηση
  • ηχογράφος
  • ηχογραφώ
  • ηχοεντοπισμός
  • ηχοεπεξεργασία
  • ηχοκαρδιογράφημα
  • ηχοκαταστολή
  • ηχοκινησία
  • ηχοκυματική
  • ηχολαλία
  • ηχολήπτης
  • ηχοληψία
  • ηχολογία
  • ηχομετρία
  • ηχομίμητος
  • ηχομιμία
  • ηχομόνωση
  • ηχομπάρα
  • ηχοπέτασμα
  • ηχοποίητος
  • ηχορύπανση
  • ηχοσκόπιο
  • ηχοτοπίο
  • ηχοφοβικός
  • ηχόχρωμα

Μεταφράσεις

    ηχο-
  • γαλλικά : écho- (fr)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.