μιμητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μιμητικός | η | μιμητική | το | μιμητικό |
| γενική | του | μιμητικού | της | μιμητικής | του | μιμητικού |
| αιτιατική | τον | μιμητικό | τη | μιμητική | το | μιμητικό |
| κλητική | μιμητικέ | μιμητική | μιμητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μιμητικοί | οι | μιμητικές | τα | μιμητικά |
| γενική | των | μιμητικών | των | μιμητικών | των | μιμητικών |
| αιτιατική | τους | μιμητικούς | τις | μιμητικές | τα | μιμητικά |
| κλητική | μιμητικοί | μιμητικές | μιμητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μιμητικός < ελληνιστική κοινή μιμητικός < αρχαία ελληνική μιμέομαι
Μεταφράσεις
μιμητικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.