ηχομίμητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηχομίμητος η ηχομίμητη το ηχομίμητο
      γενική του ηχομίμητου της ηχομίμητης του ηχομίμητου
    αιτιατική τον ηχομίμητο την ηχομίμητη το ηχομίμητο
     κλητική ηχομίμητε ηχομίμητη ηχομίμητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηχομίμητοι οι ηχομίμητες τα ηχομίμητα
      γενική των ηχομίμητων των ηχομίμητων των ηχομίμητων
    αιτιατική τους ηχομίμητους τις ηχομίμητες τα ηχομίμητα
     κλητική ηχομίμητοι ηχομίμητες ηχομίμητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ηχομίμητος < ηχομιμητικός + -τος

Προφορά

ΔΦΑ : /i.xoˈmi.mi.tos/

Επίθετο

ηχομίμητος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.