ἡσυχαστής

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἡσυχαστής οἱ ἡσυχασταί
      γενική τοῦ ἡσυχαστοῦ τῶν ἡσυχαστῶν
      δοτική τῷ ἡσυχαστ τοῖς ἡσυχασταῖς
    αιτιατική τὸν ἡσυχαστήν τοὺς ἡσυχαστᾱ́ς
     κλητική ! ἡσυχαστᾰ́ ἡσυχασταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἡσυχαστᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἡσυχασταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἡσυχαστής < αρχαία ελληνική ἡσυχάζω < ἥσυχος

Ουσιαστικό

ἡσυχαστής αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.