ερημίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ερημίτης | οι | ερημίτες |
| γενική | του | ερημίτη | των | ερημιτών |
| αιτιατική | τον | ερημίτη | τους | ερημίτες |
| κλητική | ερημίτη | ερημίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ερημίτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐρημίτης (που ζούσε στην έρημο)[1] < αρχαία ελληνική ἐρῆμος / ἔρημος
- για τον μοναχικό άνθρωπο < λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ermite < υστερολατινική eremita < ελληνιστική κοινή ἐρημίτης
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ɾiˈmi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ρη‐μί‐της
Ουσιαστικό
ερημίτης αρσενικό (θηλυκό ερημίτισσα)
- (θρησκεία) αναχωρητής μοναχός
- (μεταφορικά) που μένει μόνος του και αποφεύγει τους άλλους
Συγγενικά
- ερημίτισσα
- → δείτε τη λέξη έρημος
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ερημίτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.