ημίτονο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ημίτονο τα ημίτονα
      γενική του ημίτονου
& ημιτόνου
των ημίτονων
& ημιτόνων
    αιτιατική το ημίτονο τα ημίτονα
     κλητική ημίτονο ημίτονα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ημίτονο < ημί- + τόν(ος) + -ο, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sinus[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈmi.to.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ημίτονο

Ουσιαστικό

ημίτονο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.