συνημίτονο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | συνημίτονο | τα | συνημίτονα |
| γενική | του | συνημίτονου & συνημιτόνου |
των | συνημίτονων & συνημιτόνων |
| αιτιατική | το | συνημίτονο | τα | συνημίτονα |
| κλητική | συνημίτονο | συνημίτονα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνημίτονο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
συνημίτονο ουδέτερο
- (μαθηματικά) τριγωνομετρικός αριθμός μιας γωνίας που ισούται με τον λόγο του μήκους της προσκείμενης προς τη γωνία κάθετης πλευράς ορθογωνίου τριγώνου προς το μήκος της υποτείνουσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.