ημιτονοειδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ημιτονοειδής | η | ημιτονοειδής | το | ημιτονοειδές |
| γενική | του | ημιτονοειδούς* | της | ημιτονοειδούς | του | ημιτονοειδούς |
| αιτιατική | τον | ημιτονοειδή | την | ημιτονοειδή | το | ημιτονοειδές |
| κλητική | ημιτονοειδή(ς) | ημιτονοειδής | ημιτονοειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ημιτονοειδείς | οι | ημιτονοειδείς | τα | ημιτονοειδή |
| γενική | των | ημιτονοειδών | των | ημιτονοειδών | των | ημιτονοειδών |
| αιτιατική | τους | ημιτονοειδείς | τις | ημιτονοειδείς | τα | ημιτονοειδή |
| κλητική | ημιτονοειδείς | ημιτονοειδείς | ημιτονοειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.mi.to.no.iˈðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐μι‐το‐νο‐ει‐δής
Επίθετο
ημιτονοειδής, -ής, -ές
- (μαθηματικά) που έχει τη μορφή ημιτόνου
- ↪ημιτονοειδής καμπύλη, ημιτονοειδής συνάρτηση
Μεταφράσεις
ημιτονοειδής
|
|
Αναφορές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.