ημέτερος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ημέτερος | η | ημέτερη | το | ημέτερο |
| γενική | του | ημέτερου | της | ημέτερης | του | ημέτερου |
| αιτιατική | τον | ημέτερο | την | ημέτερη | το | ημέτερο |
| κλητική | ημέτερε | ημέτερη | ημέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ημέτεροι | οι | ημέτερες | τα | ημέτερα |
| γενική | των | ημέτερων | των | ημέτερων | των | ημέτερων |
| αιτιατική | τους | ημέτερους | τις | ημέτερες | τα | ημέτερα |
| κλητική | ημέτεροι | ημέτερες | ημέτερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ημέτερος < αρχαία ελληνική ἡμέτερος < ἡμεῖς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wéy, ονομαστική πληθυντικού τού *éǵh₂
Επίθετο
ημέτερος, ημέτερη & ημετέρα, ημέτερο
- (λόγιο) δικός μας
- ※ Αλλ' αι ελπίδες και οι φόβοι της ημετέρας ηρωίδος απέβησαν κενοί. (Εμμανουήλ Ροΐδης (1866) Πάπισσα Ιωάννα [μυθιστόρημα])
- (λόγιο) που είναι άνθρωπός μας, που ανήκει στους φιλικά προσκείμενους σε μας ή στους οπαδούς μας, κι ως εκ τούτου ενδεχομένως και αναξιοκρατικά τον ευνοούμε
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.