ἡμέτερος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡμέτερος | ἡμετέρᾱ | ἡμέτερον | |||
| γενική | ἡμετέρου | ἡμετέρᾱς | ἡμετέρου | |||
| δοτική | ἡμετέρῳ | ἡμετέρᾳ | ἡμετέρῳ | |||
| αιτιατική | ἡμέτερον | ἡμετέρᾱν | ἡμέτερον | |||
| κλητική ὦ! | — | — | — | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | ἡμέτεροι | ἡμέτεραι | ἡμέτερᾰ | |||
| γενική | ἡμετέρων | ἡμετέρων | ἡμετέρων | |||
| δοτική | ἡμετέροις | ἡμετέραις | ἡμετέροις | |||
| αιτιατική | ἡμετέρους | ἡμετέρᾱς | ἡμέτερᾰ | |||
| κλητική ὦ! | — | — | — | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | ἡμετέρω | ἡμετέρᾱ | ἡμετέρω | |||
| γεν-δοτ | ἡμετέροιν | ἡμετέραιν | ἡμετέροιν | |||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' - Παράρτημα#Αντωνυμίες | ||||||
Ετυμολογία
- ἡμέτερος < ἡμεῖς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wéy, ονομαστική πληθυντικού τού *éǵh₂
Αντωνυμία
ἡμέτερος, -α, -ον
Κτητικές αντωνυμίες
Για έναν κτήτορα
- α' πρόσωπο: ἐμός, ἐμή, ἐμόν (δικός μου, δική μου, δικό μου)
- β' πρόσωπο: σός, σή, σόν (δικός σου, δική σου, δικό σου)
- γ' πρόσωπο: ἑός, ἑή, ἑόν (δικός του, δική του, δικό του)
Για πολλούς κτήτορες
- α' πρόσωπο: ἡμέτερος, ἡμετέρα, ἡμέτερον (δικός μας, δική μας, δικό μας)
- β' πρόσωπο: ὑμέτερος, ὑμετέρα, ὑμέτερον (δικός σας, δική σας, δικό σας)
- γ' πρόσωπο: σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον (δικός τους, δική τους, δικό τους)
Πηγές
- ἡμέτερος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἡμέτερος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.