ἡμέτερος

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική      ἡμέτερος      ἡμετέρ      ἡμέτερον
      γενική ἡμετέρου ἡμετέρᾱς ἡμετέρου
      δοτική ἡμετέρ ἡμετέρ ἡμετέρ
    αιτιατική ἡμέτερον ἡμετέρᾱν ἡμέτερον
     κλητική !
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική      ἡμέτεροι      ἡμέτεραι      ἡμέτερ
      γενική ἡμετέρων ἡμετέρων ἡμετέρων
      δοτική ἡμετέροις ἡμετέραις ἡμετέροις
    αιτιατική ἡμετέρους ἡμετέρᾱς ἡμέτερ
     κλητική !
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ      ἡμετέρω      ἡμετέρ      ἡμετέρω
      γεν-δοτ ἡμετέροιν ἡμετέραιν ἡμετέροιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' - Παράρτημα#Αντωνυμίες

Ετυμολογία

ἡμέτερος < ἡμεῖς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wéy, ονομαστική πληθυντικού τού *éǵh₂

Αντωνυμία

ἡμέτερος, -α, -ον

Κτητικές αντωνυμίες

Για έναν κτήτορα

Για πολλούς κτήτορες

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.