προσκείμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προσκείμενος | η | προσκείμενη | το | προσκείμενο |
| γενική | του | προσκείμενου | της | προσκείμενης | του | προσκείμενου |
| αιτιατική | τον | προσκείμενο | την | προσκείμενη | το | προσκείμενο |
| κλητική | προσκείμενε | προσκείμενη | προσκείμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προσκείμενοι | οι | προσκείμενες | τα | προσκείμενα |
| γενική | των | προσκείμενων | των | προσκείμενων | των | προσκείμενων |
| αιτιατική | τους | προσκείμενους | τις | προσκείμενες | τα | προσκείμενα |
| κλητική | προσκείμενοι | προσκείμενες | προσκείμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προσκείμενος < μετοχή ενεστώτα του πρόσκειμαι
Μετοχή
προσκείμενος, -η, -ο
- που βρίσκεται δίπλα σε κάτι
- σε ένα ορθογώνιο τρίγωνο, ο λόγος της προσκείμενης σε μια οξεία γωνία πλευράς προς την υποτείνουσα ονομάζεται συνημίτονο της γωνίας αυτής
- ο υποστηρικτής
- οι προσκείμενοι προς την εσωτερική αντιπολίτευση του κόμματος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.