ηλιοθεραπεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ηλιοθεραπεία | οι | ηλιοθεραπείες |
| γενική | της | ηλιοθεραπείας | των | ηλιοθεραπειών |
| αιτιατική | την | ηλιοθεραπεία | τις | ηλιοθεραπείες |
| κλητική | ηλιοθεραπεία | ηλιοθεραπείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ηλιοθεραπεία < (μαρτυρείται από το 1896)[1] < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική héliothérapie < αρχαία ελληνική ἥλιος + θεραπεία.[2] Αναλύεται σε ηλιο- + -θεραπεία
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ʎo.θe.ɾaˈpi.a/ & /i.li.o.θe.ɾaˈpi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐λι‐ο‐θε‐ρα‐πεί‐α
Ουσιαστικό

Μια γυναίκα κάνει ηλιοθεραπεία στην παραλία.
ηλιοθεραπεία θηλυκό
Πολυλεκτικοί όροι
- τεχνητή ηλιοθεραπεία
Μεταφράσεις
Αναφορές
- σελ. 445, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ηλιοθεραπεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- ηλιοθεραπεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ηλιοθεραπεία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.