ᾠοτόκος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ᾠοτόκος τὸ ᾠοτόκον οἱ, αἱ ᾠοτόκοι τὰ ᾠοτόκα
Γενική τοῦ, τῆς ᾠοτόκου τοῦ ᾠοτόκου τῶν ᾠοτόκων τῶν ᾠοτόκων
Δοτική τῷ, τῇ ᾠοτόκῳ τῷ ᾠοτόκῳ τοῖς, ταῖς ᾠοτόκοις τοῖς ᾠοτόκοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ᾠοτόκον τὸ ᾠοτόκον τοὺς, τὰς ᾠοτόκους τὰ ᾠοτόκα
Κλητική ᾠοτόκε ᾠοτόκον ᾠοτόκοι ᾠοτόκα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ᾠοτόκω
Γενική-Δοτική ᾠοτόκοιν

Ετυμολογία

ᾠοτόκος < ᾠόν + -τόκος < τίκτω

Επίθετο

ᾠοτόκος, -ος, -ον (και ποιητική μορφή ᾠοτοκεύς)

  • που τίκτει ή γεννά ωά, δηλαδή αβγά, και σε αντιδιαστολή προς το ζωοτόκος

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.