ζυγώτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ζυγώτης | οι | ζυγώτες |
| γενική | του | ζυγώτη | των | ζυγωτών |
| αιτιατική | τον | ζυγώτη | τους | ζυγώτες |
| κλητική | ζυγώτη | ζυγώτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζυγώτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική zygote < αρχαία ελληνική ζυγωτός < αρχαία ελληνική ζυγόω < ζυγός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *yugóm
Προφορά
- ΔΦΑ : /ziˈɣo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζυ‐γώ‐της
Ουσιαστικό
ζυγώτης αρσενικό
- (βιολογία) το ζυγωτό κύτταρο, ένα γονιμοποιημένο ωάριο μετά από ένωση ωαρίου και σπερματοζωαρίου
-
Ζυγωτό στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.