ζυγοσταθμισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ζυγοσταθμισμένος | η | ζυγοσταθμισμένη | το | ζυγοσταθμισμένο |
| γενική | του | ζυγοσταθμισμένου | της | ζυγοσταθμισμένης | του | ζυγοσταθμισμένου |
| αιτιατική | τον | ζυγοσταθμισμένο | τη | ζυγοσταθμισμένη | το | ζυγοσταθμισμένο |
| κλητική | ζυγοσταθμισμένε | ζυγοσταθμισμένη | ζυγοσταθμισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ζυγοσταθμισμένοι | οι | ζυγοσταθμισμένες | τα | ζυγοσταθμισμένα |
| γενική | των | ζυγοσταθμισμένων | των | ζυγοσταθμισμένων | των | ζυγοσταθμισμένων |
| αιτιατική | τους | ζυγοσταθμισμένους | τις | ζυγοσταθμισμένες | τα | ζυγοσταθμισμένα |
| κλητική | ζυγοσταθμισμένοι | ζυγοσταθμισμένες | ζυγοσταθμισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ζυγοσταθμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζυγοσταθμίζω
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.