ζούρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζούρα οι ζούρες
      γενική της ζούρας των (ζουρών)
    αιτιατική τη ζούρα τις ζούρες
     κλητική ζούρα ζούρες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζούρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζούρα, σούρα[1] < βενετική / ιταλικά usura < λατινική usura < utor < πρωτοϊταλική *oitōr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃eyt- (φέρνω μαζί)

Ουσιαστικό

ζούρα θηλυκό

  1. (ιδιωματικό) (παρωχημένο) καχεξία, ατροφία
  2. (ιδιωματικό) (παρωχημένο) κατακάθι, ίζημα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.