ζούριασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζούριασμα τα ζουριάσματα
      γενική του ζουριάσματος των ζουριασμάτων
    αιτιατική το ζούριασμα τα ζουριάσματα
     κλητική ζούριασμα ζουριάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζούριασμα < ζουριάζω + -μα < ζούρια + -άζω < βενετική / ιταλικά usura < λατινική usura < utor < πρωτοϊταλική *oitōr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃eyt- (φέρνω μαζί)

Ουσιαστικό

ζούριασμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.