ζουριάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ζουριάζω < ζούρια + -άζω < βενετική / ιταλικά usura < λατινική usura < utor < πρωτοϊταλική *oitōr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃eyt- (φέρνω μαζί)

Ρήμα

ζουριάζω

  1. (μεταβατικό) (ιδιωματικό) (παρωχημένο) κάνω κάποιον ή κάτι καχεκτικό ή ατροφικό
     συνώνυμα: μαραζιάζω, κατσιάζω
  2. (αμετάβατο) (ιδιωματικό) (παρωχημένο) γίνομαι καχεκτικός ή ατροφικός
     συνώνυμα: μαραζώνω, μαραζιάζω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.