ζεύγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζεύγμα τα ζεύγματα
      γενική του ζεύγματος των ζευγμάτων
    αιτιατική το ζεύγμα τα ζεύγματα
     κλητική ζεύγμα ζεύγματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζεύγμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζεῦγμα

Ουσιαστικό

ζεύγμα ουδέτερο

  1. (λόγιο) καθετί που χρησιμεύει για σύνδεσμο (ζεύξη) δυο πραγμάτων· (ειδικότερα) κατασκευή που συνδέει δυο ακτές, όπως πλωτό ή μόνιμο φράγμα, γέφυρα, πρόχειρη αποβάθρα από σχεδίες ή βάρκες κ.τ.π.
  2. (μεταφορικά) σύνδεσμος εννοιών
  3. βραχυλογικό σχήμα λόγου, όπου έχουμε μη επανάληψη μιας λέξης (ή ομάδας λέξεων), όταν μπορεί εύκολα κανείς να την (τις) καταλάβει χάρη στην προηγούμενη πρόταση
    Χτες, στη γιορτή της Ελένης, φάγαμε πολύ ιδιαίτερα φαγητά και κρασιά. Αντί του: Χτες, στη γιορτή της Ελένης, φάγαμε πολύ ιδιαίτερα φαγητά και ήπιαμε πολύ ιδιαίτερα κρασιά.

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.