ζεῦγμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ζεῦγμᾰ | τὰ | ζεύγμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | ζεύγμᾰτος | τῶν | ζευγμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | ζεύγμᾰτῐ | τοῖς | ζεύγμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | ζεῦγμᾰ | τὰ | ζεύγμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | ζεῦγμᾰ | ζεύγμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζεύγμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ζευγμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζεῦγμα < ζεύγνυμι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ζεῦγμα ουδέτερο
- σύνδεσμος, που προκύπτει από ένωση πολλών αντικειμένων, όπως πλοία που κλείνουν την είσοδο λιμένα, φράγμα
- ※ ἀπέφραττον τὸ στόμα τοῦ λιμένος ζεῦγμα κατασκευάζοντες
- έφραξαν το στόμιο του λιμανιού, κατασκευάζοντας φράγμα
- (Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη/ΙΓ, 1ος αιώνας π.Χ.)
- ※ ἀπέφραττον τὸ στόμα τοῦ λιμένος ζεῦγμα κατασκευάζοντες
- γέφυρα, σχηματιζόμενη από πολλά πλοία
- ※ ὡς λέγει Ἡρόδοτος ζευχθῆναι τὸν Ἑλλήσποντον͵ ἢ ὅτῳ τρόπῳ Ρωμαίοις ἐπὶ τῷ Ἴστρῳ ποταμῷ ζεῦγμα ποιεῖται καὶ ἐπὶ τῷ Ρήνῳ τῷ Κελτικῷ͵ καὶ τὸν Εὐφράτην καὶ τὸν Τίγρητα͵ ὁσάκις κατέλαβεν αὐτοὺς ἀνάγκη͵ ἐγεφύρωσαν
- όπως λέει ο Ηρόδοτος ότι γεφύρωσαν τον Ελλήσποντο, ή με τον τρόπο που οι Ρωμαίοι έφτιαξαν γέφυρα στον ποταμό Ίστρο και στον Κελτικό Ρήνο, και τον Ευφράτη και τον Τίγρη, όποτε το χρειάστηκαν, γεφύρωσαν
- (Αλεξάνδρου_Ανάβασις/Βιβλίο_Ε#p7.2, Φλάβιος Αρριανός, 2ος αιώνας)
- ※ ὡς λέγει Ἡρόδοτος ζευχθῆναι τὸν Ἑλλήσποντον͵ ἢ ὅτῳ τρόπῳ Ρωμαίοις ἐπὶ τῷ Ἴστρῳ ποταμῷ ζεῦγμα ποιεῖται καὶ ἐπὶ τῷ Ρήνῳ τῷ Κελτικῷ͵ καὶ τὸν Εὐφράτην καὶ τὸν Τίγρητα͵ ὁσάκις κατέλαβεν αὐτοὺς ἀνάγκη͵ ἐγεφύρωσαν
- (μεταφορικά) δεσμά
- (σχήμα λόγου), όταν μια λέξη χρησιμοποιείται σε δυο σημεία, αλλά αφορά μόνο το ένα
Πηγές
- ζεῦγμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ζεῦγμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.