ζαχαρίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ζαχαρίνη | οι | ζαχαρίνες |
| γενική | της | ζαχαρίνης | των | ζαχαρινών |
| αιτιατική | τη | ζαχαρίνη | τις | ζαχαρίνες |
| κλητική | ζαχαρίνη | ζαχαρίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ζαχαρίνη σε σκόνη
Ετυμολογία
- ζαχαρίνη < σακχαρίνη (με επίδραση της λέξης ζάχαρη) < γαλλική saccharine < μεσαιωνική λατινική saccharum (ζάχαρη) + -ine (-ίνη)
Προφορά
- ΔΦΑ : /za.xaˈɾi.ni/
Ουσιαστικό
ζαχαρίνη θηλυκό
- (χημεία, γαστρονομία) σκόνη με κρυσταλλική δομή που παρασκευάζεται χημικά (C7H5NO3S). Χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο της ζάχαρης. Είναι πιο γλυκιά απ’ αυτή, αλλά έχει πολύ λιγότερες θερμίδες.
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.