σακχαρίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σακχαρίνη | οι | σακχαρίνες |
| γενική | της | σακχαρίνης | των | σακχαρινών |
| αιτιατική | τη | σακχαρίνη | τις | σακχαρίνες |
| κλητική | σακχαρίνη | σακχαρίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σακχαρίνη < (άμεσο δάνειο) γαλλική saccharine < μεσαιωνική λατινική saccharum + -ine -ίνη
Μεταφράσεις
σακχαρίνη
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.