ζάλισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ζάλισμα | τα | ζαλίσματα |
| γενική | του | ζαλίσματος | των | ζαλισμάτων |
| αιτιατική | το | ζάλισμα | τα | ζαλίσματα |
| κλητική | ζάλισμα | ζαλίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ζάλισμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του ζαλίζω
- Ευτυχία δεν είναι το ζάλισμα, που δίνουν οι πολυμέριμνες ηδονές και απολαύσεις, αλλά η εἰρήνη της ψυχής ... (Φώτης Κόντογλου, Ο δρόμος της ευτυχίας)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.