ζάλισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζάλισμα τα ζαλίσματα
      γενική του ζαλίσματος των ζαλισμάτων
    αιτιατική το ζάλισμα τα ζαλίσματα
     κλητική ζάλισμα ζαλίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζάλισμα < ζαλίζω + -μα

Ουσιαστικό

ζάλισμα ουδέτερο

  1. το αποτέλεσμα του ζαλίζω
    Ευτυχία δεν είναι το ζάλισμα, που δίνουν οι πολυμέριμνες ηδονές και απολαύσεις, αλλά η εἰρήνη της ψυχής ... (Φώτης Κόντογλου, Ο δρόμος της ευτυχίας)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.