ζαλίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ζαλίζω < μεσαιωνική ελληνική < ζάλη + -ίζω
Ρήμα
ζαλίζω, πρτ.: ζάλιζα, στ.μέλλ.: θα ζαλίσω, αόρ.: ζάλισα, παθ.φωνή: ζαλίζομαι, μτχ.π.π.: ζαλισμένος
- προκαλώ σε κάποιον ζάλη, ζαλάδα, ίλιγγο και αίσθηση απώλειας της ισορροπίας
- Το φως της μέρας ζάλισε τη Φρόσω. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου )
- προκαλώ σε κάποιον πνευματική κόπωση και θολούρα με αποτέλεσμα να μην μπορεί να σκεφτεί καθαρά
Εκφράσεις
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ζαλίζω | ζάλιζα | θα ζαλίζω | να ζαλίζω | ζαλίζοντας | |
| β' ενικ. | ζαλίζεις | ζάλιζες | θα ζαλίζεις | να ζαλίζεις | ζάλιζε | |
| γ' ενικ. | ζαλίζει | ζάλιζε | θα ζαλίζει | να ζαλίζει | ||
| α' πληθ. | ζαλίζουμε | ζαλίζαμε | θα ζαλίζουμε | να ζαλίζουμε | ||
| β' πληθ. | ζαλίζετε | ζαλίζατε | θα ζαλίζετε | να ζαλίζετε | ζαλίζετε | |
| γ' πληθ. | ζαλίζουν(ε) | ζάλιζαν ζαλίζαν(ε) |
θα ζαλίζουν(ε) | να ζαλίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ζάλισα | θα ζαλίσω | να ζαλίσω | ζαλίσει | ||
| β' ενικ. | ζάλισες | θα ζαλίσεις | να ζαλίσεις | ζάλισε | ||
| γ' ενικ. | ζάλισε | θα ζαλίσει | να ζαλίσει | |||
| α' πληθ. | ζαλίσαμε | θα ζαλίσουμε | να ζαλίσουμε | |||
| β' πληθ. | ζαλίσατε | θα ζαλίσετε | να ζαλίσετε | ζαλίστε | ||
| γ' πληθ. | ζάλισαν ζαλίσαν(ε) |
θα ζαλίσουν(ε) | να ζαλίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ζαλίσει | είχα ζαλίσει | θα έχω ζαλίσει | να έχω ζαλίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ζαλίσει | είχες ζαλίσει | θα έχεις ζαλίσει | να έχεις ζαλίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ζαλίσει | είχε ζαλίσει | θα έχει ζαλίσει | να έχει ζαλίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ζαλίσει | είχαμε ζαλίσει | θα έχουμε ζαλίσει | να έχουμε ζαλίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ζαλίσει | είχατε ζαλίσει | θα έχετε ζαλίσει | να έχετε ζαλίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ζαλίσει | είχαν ζαλίσει | θα έχουν ζαλίσει | να έχουν ζαλίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.