ζαλίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ζαλίζω < μεσαιωνική ελληνική < ζάλη + -ίζω

Ρήμα

ζαλίζω, πρτ.: ζάλιζα, στ.μέλλ.: θα ζαλίσω, αόρ.: ζάλισα, παθ.φωνή: ζαλίζομαι, μτχ.π.π.: ζαλισμένος

  1. προκαλώ σε κάποιον ζάλη, ζαλάδα, ίλιγγο και αίσθηση απώλειας της ισορροπίας
    Το φως της μέρας ζάλισε τη Φρόσω. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου )
  2. προκαλώ σε κάποιον πνευματική κόπωση και θολούρα με αποτέλεσμα να μην μπορεί να σκεφτεί καθαρά

Εκφράσεις

  • μας ζάλισες τον έρωτα: έχεις γίνει υπερβολικά φορτικός και πιεστικός με την επιμονή σου σε ένα θέμα


Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.