εἰδωλοποιέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

εἰδωλοποιέω < εἰδωλο(ποιός) + -ποιέω

Ρήμα

εἰδωλοποιέω ουδέτερο

  • κατασκευάζω είδωλα, εικόνες, αναπαριστώ ιδέα
      εἴδωλα εἰδωλοποιοῦντα, τοῦ δὲ ἀληθοῦς πόρρω πάνυ ἀφεστῶτα. (Πλάτων, Πολιτεία, Βιβλίο Ι' , 605c)
    ειδωλοποιεί είδωλα μένοντας πάρα πολύ μακριά από την αλήθεια. (μετάφραση Ιωάννη Γρυπάρη, 2015 )

Σημειώσεις

  • κυρίως στη μετοχή εἰδωλοποιῶν

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις εἴδωλον και ποιέω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.