ἐχέμυθος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἐχέμυθος τὸ ἐχέμυθον οἱ, αἱ ἐχέμυθοι τὰ ἐχέμυθα
Γενική τοῦ, τῆς ἐχεμύθου τοῦ ἐχεμύθου τῶν ἐχεμύθων τῶν ἐχεμύθων
Δοτική τῷ, τῇ ἐχεμύθῳ τῷ ἐχεμύθῳ τοῖς, ταῖς ἐχεμύθοις τοῖς ἐχεμύθοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἐχέμυθον τὸ ἐχέμυθον τοὺς, τὰς ἐχεμύθους τὰ ἐχέμυθα
Κλητική ἐχέμυθε ἐχέμυθον ἐχέμυθοι ἐχέμυθα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἐχεμύθω
Γενική-Δοτική ἐχεμύθοιν

Ετυμολογία

ἐχέμυθος < ἔχω + μῦθος

Επίθετο

ἐχέμυθος, -ος, -ον (ῡ)

Συγγενικά

  • ἐχεμυθέω
  • ἐχεμυθία
  •  δείτε τις λέξεις ἔχω και μῦθος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.