εφορεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εφορεία | οι | εφορείες |
| γενική | της | εφορείας | των | εφορειών |
| αιτιατική | την | εφορεία | τις | εφορείες |
| κλητική | εφορεία | εφορείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εφορεία < αρχαία ελληνική ἐφορεία
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.foˈɾi.a/
Ουσιαστικό
εφορεία θηλυκό
- αρχή, υπηρεσία ή όργανο που έχει αρμοδιότητα να επιβλέπει κάποιον τομέα δραστηριότητας
- ↪ Για την υπόθεση πρέπει να απευθυνθείς στην αρμόδια εφορεία αρχαιοτήτων.
- ↪ Η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων έχει αποστολή την προστασία των αρχαιοτήτων που βρίσκονται στη θάλασσα.
- ↪ Η εφορεία της Σχολής μας είναι επταμελής.
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.