ἐφορεία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐφορεί αἱ ἐφορεῖαι
      γενική τῆς ἐφορείᾱς τῶν ἐφορειῶν
      δοτική τῇ ἐφορεί ταῖς ἐφορείαις
    αιτιατική τὴν ἐφορείᾱν τὰς ἐφορείᾱς
     κλητική ! ἐφορεί ἐφορεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐφορεί
γεν-δοτ τοῖν  ἐφορείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἐφορεία < ἐφορεύω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ἐφορεία θηλυκό

  1. επιτήρηση, επίβλεψη
  2. το αξίωμα του ἐφόρου
  3. σύνορο, μεθόριος
  4. (θρησκεία) επισκοπή

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.