ευφώνιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ευφώνιο | τα | ευφώνια |
| γενική | του | ευφώνιου & ευφωνίου |
των | ευφώνιων & ευφωνίων |
| αιτιατική | το | ευφώνιο | τα | ευφώνια |
| κλητική | ευφώνιο | ευφώνια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ευφώνιο.
Ετυμολογία
- ευφώνιο: (αντιδάνειο) < (καθαρεύουσα) εὐφώνιον < διαγλωσσικοί όροι euphonium < αρχαία ελληνική εὔφωνος (που έχει γλυκιά φωνή) + -ιον. Η λέξη υπάρχει στις ευρωπαϊκές γλώσσες μετά το 1843, χρονιά της κατασκευής του οργάνου. [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈfo.ni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐φώ‐νι‐ο
Ουσιαστικό
ευφώνιο ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) αερόφωνο όργανο με επιστόμιο της οικογένειας των χάλκινων. Μοιάζει πολύ με την τούμπα ή το Baritonhorn (de) ('Bariton κόρνο'), με φαρδύτερο κωνικό σωλήνα. Κατασκευάστηκε το 1843. Συχνά παίζει το ρόλο του 'μπάσου', του πιο βαθύφωνου οργάνου στη στρατιωτική μπάντα. Στη συμφωνική ορχηστρική ενοργάνωση εναλλάσσεται και με την τενόρο τούμπα.
- τενόρο τούμπα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Euphonium στην αγγλική Βικιπαίδεια

- «εὐφώνιον» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
