τενόρο
Νέα ελληνικά
(el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
τενόρο
αρσενικό
αιτιατική
ενικού
του
τενόρος
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
τενόρ
ο
τα
τενόρ
α
γενική
του
τενόρ
ου
των
τενόρ
ων
αιτιατική
το
τενόρ
ο
τα
τενόρ
α
κλητική
τενόρ
ο
τενόρ
α
Κατηγορία όπως «πεύκο» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουσιαστικό
τενόρο
ουδέτερο
είδος
κλάξον
ή
κόρνας
δύο τόνων
≈
συνώνυμα
:
τενόρος
Ίσα, ρε σωφεράκι, να με διδάξεις το τιμόνι να κρατώ, / να κάνω τσάρκες, κρυφό μεράκι, και το
τενόρο
και το κλάξον να βαρώ.
(Από τραγούδι σε
στίχους
και μουσική του
Παναγιώτη Τούντα
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.