ευφωνικό νι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ευφωνικό νι < → δείτε τη λέξη ευφωνικό, ουδέτερο του ευφωνικός & νι (το γράμμα ν). Στην ελληνιστική κοινή: νῦ ἐφελκυστικόν.
Προφορά
- ΔΦΑ : /efoniˈko ˈni/
Πολυλεκτικός όρος
ευφωνικό νι ουδέτερο
- (γραμματική, φωνολογία) πρόσθετο νι, φθόγγος [n] πριν από φωνήεντα ή διφθόγγους ώστε να αποφεύγεται η χασμωδία
- ※ Στα αρχαία ελληνικά παίρνουν ευφωνικό νι [1][2]
- όλες οι λέξεις που λήγουν σε -σι
- τα 3α πρόσωπα ρημάτων που λήγουν σε -ε
- η λέξη ἐστί
- ≈ συνώνυμα: νι εφελκυστικό
- ※ Στα αρχαία ελληνικά παίρνουν ευφωνικό νι [1][2]
- Στα νέα ελληνικά παίρνουν ευφωνικό νι
- ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ
Μεταφράσεις
- ελληνιστική κοινή: νῦ ἐφελκυστικόν
Αναφορές
- §61.1 - Οικονόμου, Μιχάλης (χ.χ.) Γραμματική της αρχαίας ελληνικής Γυμνασίου-Λυκείου. Υπουργείο Παιδίεας, Έρευνας και Θρησκευμάτων @ebooks.edu.gr [σύνοψη της έκδοσης του 1971].
-
movable nu, ephelcystic nu στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.