ευφορικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευφορικός η ευφορική το ευφορικό
      γενική του ευφορικού της ευφορικής του ευφορικού
    αιτιατική τον ευφορικό την ευφορική το ευφορικό
     κλητική ευφορικέ ευφορική ευφορικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευφορικοί οι ευφορικές τα ευφορικά
      γενική των ευφορικών των ευφορικών των ευφορικών
    αιτιατική τους ευφορικούς τις ευφορικές τα ευφορικά
     κλητική ευφορικοί ευφορικές ευφορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευφορικός < ευφορία + -ικός

Επίθετο

ευφορικός, -ή, -ό

  1. που προκαλεί ψυχική ευφορία
    Το 2004, ο τόνος ήταν ευφορικός, αντι-απαισιόδοξος, φιλικός προς τον χρήστη, όπως εκείνα τα καταιγιστικά διαφημιστικά μηνύματα των τραπεζών και της κινητής τηλεφωνίας της εποχής. (Νικόλας Σεβαστάκης, Δυο καλοκαίρια: 2004/2011, εφημερίδα ΑΥΓΗ, 26/06/2011)
  2. (ειδικότερα) για φαρμακευτικές ψυχοτρόπες ουσίες
    το αλκοόλ και η κάνναβις κατατάσσονται στις ευφορικές ουσίες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.