ευσταθής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευσταθής η ευσταθής το ευσταθές
      γενική του ευσταθούς* της ευσταθούς του ευσταθούς
    αιτιατική τον ευσταθή την ευσταθή το ευσταθές
     κλητική ευσταθή(ς) ευσταθής ευσταθές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευσταθείς οι ευσταθείς τα ευσταθή
      γενική των ευσταθών των ευσταθών των ευσταθών
    αιτιατική τους ευσταθείς τις ευσταθείς τα ευσταθή
     κλητική ευσταθείς ευσταθείς ευσταθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευσταθής < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ευσταθής

  1. σταθερός, που δεν χάνει εύκολα την ισορροπία του
  2. (μεταφορικά) σωστός,ορθός

Μεταφράσεις

Αντώνυμα

ασταθής

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.