ευπρέπεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευπρέπεια οι ευπρέπειες
      γενική της ευπρέπειας των ευπρεπειών
    αιτιατική την ευπρέπεια τις ευπρέπειες
     κλητική ευπρέπεια ευπρέπειες
Ο πληθυντικός χρησιμοποιείται πολύ σπάνια
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευπρέπεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐπρέπεια[1] < εὐπρεπής

Προφορά

ΔΦΑ : /efˈpɾe.pi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευπρέπεια

Ουσιαστικό

ευπρέπεια θηλυκό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.