εὐπρεπής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | εὐπρεπής | τὸ | εὐπρεπές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | εὐπρεποῦς | τοῦ | εὐπρεποῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | εὐπρεπεῖ | τῷ | εὐπρεπεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | εὐπρεπῆ | τὸ | εὐπρεπές | ||
| κλητική ὦ! | εὐπρεπές | εὐπρεπές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | εὐπρεπεῖς | τὰ | εὐπρεπῆ | ||
| γενική | τῶν | εὐπρεπῶν | τῶν | εὐπρεπῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | εὐπρεπέσῐ(ν) | τοῖς | εὐπρεπέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | εὐπρεπεῖς | τὰ | εὐπρεπῆ | ||
| κλητική ὦ! | εὐπρεπεῖς | εὐπρεπῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐπρεπεῖ | τὼ | εὐπρεπεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | εὐπρεποῖν | τοῖν | εὐπρεποῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
εὐπρεπής, -ής, -ές, συγκριτικός : εὐπρεπέστερος, υπερθετικός : εὐπρεπέστατος
- (για εξωτερική εμφάνιση) όμορφος, κομψός
- καλαίσθητος
- ευπρεπής (όπως νέα ελληνική), πρέπων
- απατηλός
Παράγωγα
- ἀνευπρεπής
- εὐπρέπεια
- εὐπρεπέω
- εὐπρεπίζω
- εὔπρεπτος
- εὐπρεπῶς
- πανευπρεπής
- ὑπερευπρεπῶς
Πηγές
- εὐπρεπής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὐπρεπής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.