εὐπρεπής

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / εὐπρεπής τὸ εὐπρεπές
      γενική τοῦ/τῆς εὐπρεποῦς τοῦ εὐπρεποῦς
      δοτική τῷ/τῇ εὐπρεπεῖ τῷ εὐπρεπεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν εὐπρεπ τὸ εὐπρεπές
     κλητική ! εὐπρεπές εὐπρεπές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ εὐπρεπεῖς τὰ εὐπρεπ
      γενική τῶν εὐπρεπῶν τῶν εὐπρεπῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς εὐπρεπέσ(ν) τοῖς εὐπρεπέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς εὐπρεπεῖς τὰ εὐπρεπ
     κλητική ! εὐπρεπεῖς εὐπρεπ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὐπρεπεῖ τὼ εὐπρεπεῖ
      γεν-δοτ τοῖν εὐπρεποῖν τοῖν εὐπρεποῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εὐπρεπής < (εὖ) εὐ- + -πρεπής (πρέπω)

Επίθετο

εὐπρεπής, -ής, -ές, συγκριτικός: εὐπρεπέστερος, υπερθετικός:  εὐπρεπέστατος

  1. (για εξωτερική εμφάνιση) όμορφος, κομψός
  2. καλαίσθητος
  3. ευπρεπής (όπως νέα ελληνική), πρέπων
  4. απατηλός

Παράγωγα

  • ἀνευπρεπής
  • εὐπρέπεια
  • εὐπρεπέω
  • εὐπρεπίζω
  • εὔπρεπτος
  • εὐπρεπῶς
  • πανευπρεπής
  • ὑπερευπρεπῶς

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.