απρέπεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απρέπεια οι απρέπειες
      γενική της απρέπειας των απρεπειών
    αιτιατική την απρέπεια τις απρέπειες
     κλητική απρέπεια απρέπειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απρέπεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπρέπεια < ἀπρεπής < ἀ- + πρέπω

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈpɾe.pi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απρέπεια

Ουσιαστικό

απρέπεια θηλυκό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.