ποθητός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποθητός η ποθητή το ποθητό
      γενική του ποθητού της ποθητής του ποθητού
    αιτιατική τον ποθητό την ποθητή το ποθητό
     κλητική ποθητέ ποθητή ποθητό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποθητοί οι ποθητές τα ποθητά
      γενική των ποθητών των ποθητών των ποθητών
    αιτιατική τους ποθητούς τις ποθητές τα ποθητά
     κλητική ποθητοί ποθητές ποθητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ποθητός < ποθώ < (ελληνιστική κοινή) < ποθέω, -ῶ

Επίθετο

ποθητός, -ή, -ό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.