ευεξήγητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευεξήγητος η ευεξήγητη το ευεξήγητο
      γενική του ευεξήγητου της ευεξήγητης του ευεξήγητου
    αιτιατική τον ευεξήγητο την ευεξήγητη το ευεξήγητο
     κλητική ευεξήγητε ευεξήγητη ευεξήγητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευεξήγητοι οι ευεξήγητες τα ευεξήγητα
      γενική των ευεξήγητων των ευεξήγητων των ευεξήγητων
    αιτιατική τους ευεξήγητους τις ευεξήγητες τα ευεξήγητα
     κλητική ευεξήγητοι ευεξήγητες ευεξήγητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευεξήγητος < ευ + εξηγώ + -τος

Επίθετο

ευεξήγητος

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.