εξηγούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξηγούμαι < αρχαία ελληνική ἐξηγέομαι (ἐξηγοῦμαι)

Ρήμα

εξηγούμαι

  1. εξηγώ, διευκρινίζω, ξεκαθαρίζω την άποψη μου, τη θέση μου
    • (στον πληθυντικό) για αμοιβαίες εξηγήσεις που δόθηκαν, για αμοιβαία συμφωνία
    εξηγούμαστε για να μην παρεξηγούμαστε
  2. (στο γ' πρόσωπο) για κάτι του οποίου βρέθηκε η εξήγηση
    δεν εξηγείται με τίποτα αυτή η συμπεριφορά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.