εξηγούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξηγούμαι < αρχαία ελληνική ἐξηγέομαι (ἐξηγοῦμαι)
Ρήμα
εξηγούμαι
- εξηγώ, διευκρινίζω, ξεκαθαρίζω την άποψη μου, τη θέση μου
- (στον πληθυντικό) για αμοιβαίες εξηγήσεις που δόθηκαν, για αμοιβαία συμφωνία
- εξηγούμαστε για να μην παρεξηγούμαστε
- (στο γ' πρόσωπο) για κάτι του οποίου βρέθηκε η εξήγηση
- δεν εξηγείται με τίποτα αυτή η συμπεριφορά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.