ευερμήνευτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευερμήνευτος | η | ευερμήνευτη | το | ευερμήνευτο |
| γενική | του | ευερμήνευτου | της | ευερμήνευτης | του | ευερμήνευτου |
| αιτιατική | τον | ευερμήνευτο | την | ευερμήνευτη | το | ευερμήνευτο |
| κλητική | ευερμήνευτε | ευερμήνευτη | ευερμήνευτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευερμήνευτοι | οι | ευερμήνευτες | τα | ευερμήνευτα |
| γενική | των | ευερμήνευτων | των | ευερμήνευτων | των | ευερμήνευτων |
| αιτιατική | τους | ευερμήνευτους | τις | ευερμήνευτες | τα | ευερμήνευτα |
| κλητική | ευερμήνευτοι | ευερμήνευτες | ευερμήνευτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ευερμήνευτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.